Λομβαρδία

Λομβαρδία
(Lombardia). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική διαίρεση (23.857 τ. χλμ., 8.922.463 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας. Είναι η πιο ανεπτυγμένη οικονομικά περιοχή της χώρας και εκτείνεται μέχρι τα ελβετικά σύνορα. Η ξεχωριστή θέση της Λ., που βασίζεται σε μια μακροχρόνια ιστορική παράδοση (η άνοδός της συνδέεται με τη δημιουργία των πόλεων-δήμων τον 11o αι.), είναι συνάρτηση της γεωγραφικής της θέσης (που τη συνδέει με τις μεγάλες βιομηχανικές περιοχές της βορειοδυτικής Ευρώπης μέσω των αυχένων των Άλπεων) και του επιχειρηματικού πνεύματος των κατοίκων της. Από μορφολογική, οικονομική και ανθρωπολογική άποψη, η Λ. διαιρείται σε δύο σαφώς διαφορετικά σύνολα. Η αλπική ζωή, στον βορρά, περιλαμβάνει ένα τμήμα των Ρετικών και των Λεποντίνων Άλπεων, τις Βεργαμικές Άλπεις, καθώς και τους ορεινούς όγκους Όρτλες και Ανταμέλο. Τα κρυσταλλοπαγή αυτά όρη με τις πανύψηλες κορυφές (Μπερνίνα, 4.050 μ.) διαμορφώθηκαν από τους παγετώνες της τεταρτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα, οι οποίοι σμίλευσαν τις κορυφές τους, τα κοίλαναν αμφιθεατρικά και τα αυλάκωσαν με εγκάρσιες κοιλάδες (που ευνοούν τις διαλπικές συγκοινωνίες)· σε αυτούς επίσης οφείλεται ο σχηματισμός λιμναίων λεκανών (λίμνες Κόμο, Ιζέο, Ματζόρε, Λουγκάνο και Γκάρντα, οι τελευταίες μοιρασμένες με την Ελβετία), που αντιπροσωπεύουν ένα τουριστικό δυναμικό, το οποίο, μαζί με τα χειμερινά σπορ, αποτελεί το κύριο θέλγητρο των λομβαρδικών Άλπεων. Αν και η δημιουργία υδροηλεκτρικών σταθμών ανανέωσε την πατροπαράδοτη οικονομία δασοκομικού-ποιμενικού τύπου, οι ορεινές περιοχές εξακολουθούν να απογυμνώνονται από πληθυσμό προς όφελος της κοιλάδας του Πάδου, η οποία αντιπροσωπεύει την κυριότερη αρτηρία της οικονομικής ζωής της Ιταλίας. Το μεγάλο αυτό τεκτονικό βαθύπεδο, που διαμορφώθηκε κατά την τριτογενή και την τεταρτογενή περίοδο, το οποίο δεν διαχωρίζεται από μεγάλους ορεινούς όγκους αλλά μόνο από μία ζώνη μικρών μορενικών λόφων (Μπριάντσα, Βαρεσότο), είναι μία από τις περιοχές της Ιταλίας που παρουσιάζει τη ζωηρότερη κίνηση. Η γεωργία, οργανωμένη σε μεγάλες εκμεταλλεύσεις, είναι μηχανοποιημένη. Η βιομηχανία, όπως στο Πεδεμόντιο, είναι στενά συνδεδεμένη με τα αστικά κέντρα. Με εξαίρεση τις υφαντουργικές βιομηχανίες (μεταξωτά, βαμβακερά), που είναι διασκορπισμένες στις πόλεις του Πεδεμόντιου, η κύρια βιομηχανική δραστηριότητα είναι συγκεντρωμένη στην περιοχή του Μιλάνου. Το Μιλάνο (1.862.693 κάτ. το 2001), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Λ., του οποίου η ακτινοβολία απλώνεται όχι μόνο στην περιοχή, αλλά σε ολόκληρη την Ιταλία και την Ευρώπη, περιλαμβάνει σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Λ. Ο ναός της Παναγίας στο Αμπιατεγκράσο της Λομβαρδίας, με την εικονογραφημένη πρόσοψή του. Στιγμιότυπο από τις εορταστικές εκδηλώσεις για την πρωτοχρονιά του 2001 που πραγματοποιήθηκαν στην πλατεία Ντουόμο στο Μιλάνο, πρωτεύουσα της Λομβαρδίας (φωτ. ΑΠΕ)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Γκολαζέκα — (Golasecca).Κοινότητα της βόρειας Ιταλίας, στην επαρχία του Βαρέζε. Η ανακάλυψη μιας νεκρόπολης της εποχής του σιδήρου στην περιοχή έδωσε την ονομασία της σε έναν προϊστορικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε στη Λομβαρδία και στο Πεδεμόντιο από τον 7o… …   Dictionary of Greek

  • Μικελότσο ντι Μπαρτολομέο Μικελότσι — (Michelozzo di Bartolomeo Michelozzi, Φλωρεντία 1396 – 1472). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης και ζωγράφος, ο σημαντικότερος κατασκευαστής κτιρίων στο πνεύμα του Μπρουνελέσκι στη Φλωρεντία, στο Βένετο, στη Λομβαρδία και στη Δαλματία. Αρχικά υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Λομβαρδός — και Λογγοβάρδος, ο, θηλ. Λομβαρδή (Μ Λογγοβάρδος και Λογγιβάρδος) ο κάτοικος τής Λομβαρδίας, περιοχής τής ηπειρωτικής Ιταλίας, ή αυτός που κατάγεται από τη Λομβαρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Λομβαρδός < μσν. γαλλ. lombard < αρχ. ιταλ. lombardo <… …   Dictionary of Greek

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • λομβαρδικός — και λογγοβαρδικός, ή, ό [Λομβαρδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λομβαρδία ή στους Λομβαρδούς («λομβαρδική σχολή») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”